- χωλοποιός
- χωλο-ποιός, lähmend, von Euripides, der Lahme auf die Bühne brachte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χωλοποιός — making lame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλοποιός — όν, ΜΑ (ειρωνικά για τον Ευριπίδη) αυτός που κάνει κουτσούς τους ήρωές του, που παρουσιάζει στη σκηνή πρόσωπα τα οποία κουτσαίνουν μσν. ο χωλόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ποιός*] … Dictionary of Greek
χωλοποιόν — χωλοποιός making lame masc/fem acc sg χωλοποιός making lame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλοποιοί — χωλοποιός making lame masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)